Η “Διαλογή στην Πηγή” είναι ο διαχωρισμός διακριτών κατηγοριών απορριμμάτων στο σημείο της παραγωγής τους με σκοπό τη ξεχωριστή συλλογή και ανακύκλωσή τους. Και σημείο παραγωγής είναι το σπίτι μας, η δουλειά μας, τα καταστήματα, τα εμπορικά κέντρα κ.λ.π.. Απαιτεί δηλαδή την εμπλοκή του καθενός μας στη διαλογή των υλικών σε όποιο σημείο αυτά παράγονται, με στόχο να έχουμε αποδοτική ανακύκλωσή τους.
Η εμπειρία της Ευρώπης που πρωτοστάτησε και πρωτοστατεί στην ορθολογική διαχείριση των απορριμμάτων, έχει κατασταλάξει και έχει καθιερώσει τη “Διαλογή στην Πηγή” ως απαραίτητο στοιχείο για αποδοτική ανακύκλωση των απορριμμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην τελευταία ανανέωση της βασικής Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας για τη διαχείριση των απορριμμάτων, την οδηγία πλαίσιο 2008/98/ΕΚ, η διαλογή στην πηγή καθορίζεται πλέον ως απαραίτητη νομική υποχρέωση των κρατών μελών τουλάχιστον για το γυαλί, το χαρτί, το πλαστικό και το μέταλλο.
Και δεν είναι τυχαίο που έχει καταλήξει η Ευρωπαϊκή κοινωνία σε αυτή την επιλογή. Τα απορρίμματα την ώρα και στο σημείο που παράγονται είναι διαχωρισμένα συνήθως σε κατηγορίες. Είναι ο τρόπος που τα πετάμε που τα αναμειγνύει και το καθιστά δύσκολο να τα διαχωρίσουμε στη συνέχεια. Είναι δηλαδή παράδοξο στο σημείο παραγωγής των υλικών να τα αναμιγνύουμε για σκοπούς μια παρεξηγημένης ευκολίας και στη συνέχεια να ξοδεύουμε μεγάλα ποσά σε υποδομές για να τα ξαναδιαχωρίσουμε (εάν είναι μάλιστα αυτό εφικτό), για να μπορέσουμε να τα ανακυκλώσουμε.
Η συλλογική λοιπόν εμπειρία της Ευρώπης μετά από πολλά χρόνια δοκιμών και συγκρίσεων κατέδειξε ότι η αποδοτική ανακύκλωση γίνεται όταν διαχωριστούν αρχικά τα υλικά στην πηγή από τον πολίτη. Άλλες προσεγγίσεις – όπως αυτή του μπλέ κάδου – για διαλογή των απορριμμάτων μετά την ανάμειξη των υλικών στο σημείο παραγωγής τους, είτε μηχανικά, είτε με χειροδιαλογή, δοκιμάστηκαν και αποδείχτηκαν ακριβές ή ανεπαρκείς λόγω κακής ποιότητας των ανακτώμενων υλικών μετά τη διαλογή τους. Και αυτό γιατί είχε προηγηθεί η ανάμειξη των ανακυκλωσίμων υλικών από τους πολίτες και με οργανικά απορρίμματα (απορρίμματα κουζίνας). Είναι για αυτούς τους λόγους που η Ε.Ε. επένδυσε και επενδύει στην ενημέρωση των πολιτών για την ανάγκη διαλογής των υλικών στην πηγή και το θεσμοθέτησε πολύ πρόσφατα και ως νομική υποχρέωση των κρατών μελών για τα βασικά υλικά συσκευασίας.
Γιατί τονίζονται λοιπόν όλα αυτά; Γιατί στη χώρα και στην περιφέρειά μας γίνεται προσπάθεια για να κατασκευαστούν τεράστια ιδιωτικά (με Σύμπραξη Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα – ΣΔΙΤ) εργοστάσια επεξεργασίας των απορριμάτων για εφαρμογή της διαλογής των ανακυκλωσίμων υλικών από ανάμεικτα απορρίμματα, με τεράστια αντίστοιχη αύξηση των δημοτικών τελών για την λειτουργία τους μέσω των εγγυημένων ποσοτήτων και με ορίζοντα την καύση. Και είναι κατ’ ανάγκην κακό αυτό; Και φυσικά όχι, άλλωστε οι μεγαλύτερες αλλαγές γίνονται από θαρραλέες επενδύσεις σε νέες μεθόδους και νέες τεχνολογίες. Τα ερωτήματα που πρέπει πάντα να τίθενται όμως για κάθε μεγάλη επένδυση είναι κατά πόσον οι επενδύσεις είναι αναγκαίες, κατά πόσον εξυπηρετούν τον σκοπό τους και τελικά κατά πόσον επιτυγχάνουν το ζητούμενο αποτέλεσμα. Στην προκειμένη περίπτωση οι μεγάλες αυτές επενδύσεις αποκλίνουν από τη δοκιμασμένη πρακτική στην υπόλοιπη Ευρώπη και την γενική κατεύθυνση που έχει χαραχτεί από το ψηφισμένο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ), τα περιφερειακά σχέδια (ΠΕΣΔΑ) και τα αντίστοιχα τοπικά. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν το δυσανάλογο μεγάλο μέγεθος των μονάδων και των επενδύσεων είναι αναγκαίο δεδομένης της νομικής υποχρέωσης που έχουμε ως κράτος να εφαρμόσουμε τη διαλογή στην πηγή.
Λέχθηκαν λοιπόν τον τελευταίο καιρό περίπου τα ακόλουθα:
Α. Είναι αναγκαίες οι μονάδες αυτές σε τέτοια μεγέθη γιατί ως λαός δεν μάθαμε να διαχωρίζουμε τα υλικά στην πηγή και επειδή θα μας πάρει χρόνο να μάθουμε, δεν θα μπορέσουμε να καλύψουμε τους στόχους ανάκτησης και ανακύκλωσης των υλικών.
Β. Θα χάσουμε τα χρήματα απο την ΕΕ αν δεν τις κάνουμε.
Γ. Ακόμη και χώρες που κάνουν ανακύκλωση εδώ και χρόνια έχουν φτάσει μόλις στο 30% των ανακυκλώσιμων, άρα χρειάζονται αυτές οι μονάδες έτσι και αλλιώς όσο και αν προσπαθήσουμε να διαχωρίζουμε στην πηγή.
Δεν υπήρχε φυσικά ο αναγκαίος αντίλογος σε αυτές τις συζητήσεις για να διορθωθούν ανακρίβειες και να τεθούν τα σημαντικά ερωτήματα που προκύπτουν από αυτή τη φιλοσοφία. Θα το επιχειρήσουμε λοιπόν εδώ για να είναι ενήμερο και το κοινό:
Οι χώρες με ψηλά ποσοστά ανακύκλωσης (Βέλγιο, Γερμανία, Σκανδιναβικές χώρες κ.λ.π.) επιτυγχάνουν ανακύκλωση των συσκευασιών σε ποσοστά 80 – 95% (και όχι 30% όπως λέχθηκε), βασιζόμενοι κυρίως στη διαλογή στην πηγή.
Απλά οι συσκευασίες είναι το 30% περίπου κατά βάρος του συνόλου των Δημοτικών στερεών απορριμμάτων. Άρα το 30% που λέχθηκε χρησιμοποιήθηκε παραπλανητικά και για να αιτιολογήσει λανθασμένα την ανάγκη για τέτοιου μεγέθους μονάδες.
Και τα ερωτήματα που προκύπτουν. Καλά και αν η Ευρώπη μας δίνει χρήματα σήμερα για υποδομές σημαίνει ότι πρέπει να κάνουμε θηριώδεις υποδομές αν δεν τις χρειαζόμαστε πραγματικά;
Και είναι ποτέ δυνατόν να επενδύουμε σε θηριώδεις (όπως αποδεικνύεται) υποδομές πολλών εκατομμυρίων στηριζόμενοι σε μια πρόσκαιρη αδυναμία της κοινωνίας μας, λέγοντας κιόλας ότι είναι αναγκαίο αφού δεν μάθαμε να διαχωρίζουμε τα υλικά, δυστυχώς θα χρειαζόμαστε αυτές τις μεγάλες μονάδες των πολλών εκατομμυρίων. Και καλά πότε και πόσα επενδύσαμε ως κράτος για να μάθουμε να χωρίζουμε τα υλικά ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι επειδή δεν μαθαίνουμε πρέπει να ρίξουμε μερικά εκατομμύρια σε τέτοιου μεγέθους υποδομές; Και γιατί δεν διαθέσαμε τα εκατομμύρια αυτά που θα στοιχίσουν οι μονάδες τα επόμενα χρόνια σε εντατική ενημέρωση σε όλα τα επίπεδα για να μάθουμε τη διαλογή στη πηγή;
Είναι δυνατόν να επενδύουμε εκατομμύρια πάνω στις αδυναμίες της κοινωνίας μας αντί να επενδύουμε για να διορθώσουμε την κοινωνίας μας και τις συμπεριφορές της; Και τελικά, ποιος θα πληρώσει όλες αυτές τις υποδομές και το λειτουργικό τους κόστος όταν θα πρέπει ως εκ του νόμου να έχουμε και διαλογή στην πηγή αλλά και να πληρώνουμε και τους εργολάβους των Μονάδων με πολυετή συμβόλαια στις θηριώδεις αυτές μονάδες;
Και το τελευταίο ερώτημα, ποιος θα πληρώσει το κόστος αν αυτές οι μονάδες αποδειχθούν ότι δεν επιτυγχάνουν το στόχο τους; Αν δηλαδή δεν μπορούν να παράξουν υλικά καθαρά που να μπορούν να βρουν αγορές και να ανακυκλωθούν; Και τι θα γίνουν τότε αυτά τα υλικά;
Δεν τίθενται αυτά τα ερωτήματα για να αμφισβητηθούν όλες οι κατά καιρούς αποφάσεις. Τίθενται ως προβληματισμοί τώρα που πλέον ακούγονται το σκεπτικό και η φιλοσοφία αυτών που επιλέγουν τις υποδομές και τις τεχνολογίες. Και εύλογα δημιουργούνται ερωτήματα τα οποία θα πρέπει να απασχολήσουν κυρίως αυτούς που πήραν τις αποφάσεις και αυτούς κυρίως που θα πάρουν τις αποφάσεις για τις υπόλοιπες υποδομές στο σύντομο μέλλον. Και κυρίως τίθενται γιατί πέραν από το κόστος των επενδύσεων και των λειτουργικών εξόδων των υποδομών, έχει σημασία και το τι μηνύματα περνούν στο κοινό.
Άλλο είναι να λέμε ως κράτος ότι πρέπει να μάθουμε τη διαλογή στην πηγή όπως την έμαθαν όλοι οι Ευρωπαίοι και ότι θα επενδύσουμε για να μάθουμε και άλλο είναι να λέμε ότι επειδή δεν θα μάθουμε πρέπει να ξοδέψουμε εκατομμύρια ευρώ σε αμφιβόλου ακόμη αποτελέσματος υποδομές. Η πρώτη προσέγγιση επιχειρεί να διορθώσει την κοινωνία και τις συμπεριφορές του πολίτη, ενώ η δεύτερη την σπρώχνει σε συμπεριφορές που απλά θα “επιβεβαιώσουν” την παρεξηγημένη “ορθότητα” των επιλογών που γίνονται στις υποδομές, έναντι μεγάλου δυστυχώς κόστους για τον τόπο. Γίνεται δηλαδή ουσιαστικά μία αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία (self fulfilling profecy).
(Το κείμενο είναι προσαρμοσμένη στην ελληνική πραγματικότητα τροποποιημένη αναδημοσίευση απο το άρθρο του κ.Κυριάκου Παρπούνα στο greendot.com.cy)